Αφορμή, ένας καινούργιος δίσκος. Δεν μου αρέσει αυτό. Αλλά είναι καιρός τώρα που όλο λέμε "να βρεθούμε", το ξεχνάμε, το αναβάλλουμε και -ξέρετε πώς γίνεται πάντα- έρχεται ξαφνικά μια... ανόητη, ακριβώς, αφορμή και βάζει τα πράγματα κάπως στη θέση τους. Λέω : Θα ξεμπερδέψω γρήγορα με την υποχρέωση.
"Προς τι", τον ερωτώ, "ένας καινούργιος δίσκος με παλιά τραγούδια;".
Προς μεγάλη μου έκπληξη εκείνος ξεμπερδεύει ακόμη πιο εύκολα και γρήγορα.
"Κανένας ιδιαίτερος λόγος -είναι η δουλειά μιας χρονιάς στην Ιερά Οδό. Μπορεί να έχω την υποχρέωση, απέναντι στη δισκογραφική μου εταιρεία, κάθε τρία χρόνια να βγάζω έναν δίσκο, αλλά είναι πιο ισχυρή για μένα η επιθυμία μου ό,τι κάνω, να είναι καλό και προσεγμένο -κάτι να προσφέρει στον κόσμο. Αυτό, αν θέλεις, το συζητάμε...".
Αν θέλω λέει! Αποκαλύπτομαι ευθέως και λέω ότι ετούτος ο άνθρωπος , ο Γιώργος Νταλάρας, χρόνια τώρα, φυτεύει μερικά από τα ωραιότερα λουλούδια μέσα στην ψυχή μου. Οι παλιοί του δίσκοι κάνουν κρατς -κρατς στο πικάπ από τις τόσες φορές που τους παίζω. Τις συνεντεύξεις του, όλες νομίζω, τις έχω κολλημένες μέσα σ’ ένα μπλοκ- κολλημένες τρόπος του λέγειν. Το σελοτέιπ έχει ξεφτίσει και "κρέμονται", αλλά είναι εκεί. Για να τις διαβάζω κάπου κάπου και να λέω έπειτα στον εαυτό μου "Ορίστε, η πραγματική επιτυχία δεν είναι ποτέ τυχαία".
Πρόσωπο με πρόσωπο δεν βρεθήκαμε ποτέ. Αυτή ήταν η πρώτη φορά. Σαν να
'ταν, όμως, η χιλιοστή και βάλε. Μια μέρα, πριν από 6 χρόνια περίπου, στο Λονδίνο, χάζευα κάτι δίσκους στο κατάστημα HMV. Δίπλα μου, ένας νεαρός Άγγλος, με κάτι μαλλιά σαν πράσινες καρφίτσες, ζήτησε τη βοήθεια ενός υπαλλήλου. "Γυρεύω", του είπε,
"έναν δίσκο εκείνου του Έλληνα τραγουδιστή που κάνει συναυλίες για την Κύπρο".
Ο υπάλληλος τον κοίταξε κάπως έκπληκτος και τον ρώτησε : "Τι είναι η Κύπρος;"
Και ο νεαρός του απάντησε, όπως ίσως δεν θα του έδινα ούτε εγώ απάντηση :
"Είναι ένα νησί στη Μεσόγειο που το κατέλαβαν οι Τούρκοι και δεν το αφήνουν, γιατί όλες οι μεγάλες δυνάμεις τους υποστηρίζουν".
Έκτοτε, όποτε ακούω κάποιον να μου λέει "μέγας δημοσιοσχεσίτης ο Νταλάρας -καλά τα `κονόμησε με τις συναυλίες για την Κύπρο" (και το ακούω αρκετά συχνά, δυστυχώς), απαντώ δι’ αυτής της ιστορίας και προσθέτω : Όποιος από εσάς (τους συνήθως μίζερους ανθρώπους) καταφέρει ποτέ να κάνει έναν νεαρό Άγγλο ή Γερμανό ή Γάλλο ή Νεοζηλανδό να μάθει κάτι για την Κύπρο, την Ίμβρο, τη Μικρά Ασία, τη Μακεδονία, τότε και εκατομμύρια αν μάθω ότι πήρατε πάνω ή κάτω από το τραπέζι, "μπράβο" θα σας πω και με αγάπη θα σας σφίξω το χέρι.
Η Ελλάδα των πέντε ημερών
Τον συναντώ λίγες μέρες μετά την επιστροφή του από μεγάλη περιοδεία στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Ετοιμάζεται για λίγες, ελάχιστες ακόμα, παραστάσεις στο νέο του μουσικό χώρο, στην Ιερά Οδό και οι μπαταρίες του είναι καλά φορτισμένες.
"Σ’ αυτόν τον πανέμορφο τόπο", μου λέει, σχεδόν με το καλωσόρισμα,
"ζεις πέντε ημέρες πραγματικής μαγείας, δημιουργίας και καταξίωσης, και τις υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα ζεις ένα μαρτύριο, μια συνεχή παρακμή. Δεν μπορώ να την καταλάβω αυτή την Ελλάδα των πέντε ημερών...".
Την καταλαβαίνει μονάχα όταν βρίσκεται μακριά της. Ταξιδεύοντας χρόνια τώρα στα πέρατα της Γης, ντελάλης των μουσικών και των καημών μας, έγινε ένα με τους Έλληνες της διασποράς.
"Και συνειδητοποίησα", λέει, "ότι υπολείπονται πολύ οι "επίσημοι" Έλληνες από τους "ανεπίσημους" Έλληνες της διασποράς σε πάρα πολλά πράγματα. Και ερχόμενος σε επαφή, πολλά χρόνια τώρα, με αυτούς τους ανθρώπους, αγάπησα μέσω αυτών πιο πολύ την Ελλάδα".
Αυτό το παράπονο δεν είναι η πρώτη φορά που το εισπράττω. Σχεδόν με έχει κουράσει. Γιατί πασχίζω, χρόνια τώρα, να βρω κάτι που να το διαψεύδει, αλλά τίποτα δεν κατάφερα ως τώρα. Το πολύ πολύ οι πέντε μέρες του Νταλάρα να είναι δέκα για μένα, δεκαπέντε για κάποιον άλλον, άντε είκοσι για τον πολύ ανεκτικό άνθρωπο.
"Σε αποδιώχνει αυτή η πόλη. Σε ισοπεδώνει. Και όμως, ο Έλληνας έχει μια φοβερή δυναμική μέσα του. Αν την αξιοποιούσε θετικά, θα μεγαλουργούσε. Δεν μπορώ, όμως, να καταλάβω αυτήν τη λογική του ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο ποπός μας. Γιατί αυτός ο ραγιαδισμός;"
Μιλάει χαμηλόφωνα, με εκείνη τη γνώριμη, βραχνή φωνή του. Έχω την εντύπωση πολλές φορές πως η παρουσία μου είναι αχρείαστη. Είναι σαν να μιλάει στον ίδιο του τον εαυτό. Εκείνος ρωτάει. Εκείνος απαντάει.
"Το ελάττωμα των Ελλήνων είναι ότι πιστεύουν ότι η οικογένειά τους, το σπίτι, η αυλή, η πόλη τους είναι το κέντρο του κόσμου".
Είναι μία ακόμη από αυτές τις παράξενες ημέρες του Απριλίου. Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Ούτε άνοιξη ούτε χειμώνας. Μια κατάσταση... ενδιάμεση! Πολιτιστική πρωτεύουσα... αστειότητες. Διαθήκες, σπίτια, δικηγόροι, πληρεξούσιοι και μη, υπογραφές 95 βουλευτών, ίντριγκες περίεργες στο χώρο των μίντια και... Πάσχα. Χριστέ μου, αναρωτιέμαι, ποιος... χορηγεί όλ’ αυτά;
"Ο... Μέγας Τσαμπουκάς! Αυτός μόνο, φαίνεται, έχει πέραση σήμερα. Ο έχων τέσσερις γκόμενες, προσωπικό γυμναστή ή γυμνάστρια στο σπίτι, σπορ αυτοκίνητο γυαλιστερό και, από δίπλα, ένα μέσον ενημέρωσης για να τα παρουσιάζει όλα αυτά με ιλουστρασιόν περιτύλιγμα".
Η εποχή των χορηγών
Είναι προφανές ότι δεν επιθυμεί να μιλήσει για πρόσωπα και πράγματα συγκεκριμένα. Είπαμε: τον πετυχαίνω στο πενθήμερο παραμύθι του στην Ελλάδα -άρτι αφιχθείς, βλέπετε, από τα ξένα- και δεν μου είναι εύκολο, ούτε επιθυμητό, με το "καλωσόρισες" να τον φέρω αμέσως αντιμέτωπο μ’ όλα αυτά τα άθλια μηδενικά της καθημερινής μας επικαιρότητας.
"Αυτή τη στιγμή, φίλε μου, η Ελλάδα μιμείται τρόπους και νόρμες της αμερικανικής δεκαετίας του `60. Η διαφορά είναι ότι εδώ κάνουμε, μόνο, επιλεκτικά ό,τι μας συμφέρει. Μας συμφέρει να κάνουμε τώρα δύο κανάλια; Τα κάνουμε. Παράνομα; Παράνομα -δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, όλα παράνομα είναι ακόμη. Και τι θα γίνει, αναρωτιέται αφελώς ένας καλοπροαίρετος και νομοταγής άνθρωπος; Α, θα επικαλεστούμε τότε τη δημοκρατία και όλα τα τακτοποιηθούν".
Ανόητη απορία : Γιατί συμβαίνει αυτό το πράγμα;
"Γιατί δεν υπάρχουν δομές. Και έτσι ο καθένας εκμεταλλεύεται φράσεις και γεγονότα και τα προτάσσει κατά το συμφέρον του, αλλά και χρονικά".
Δηλαδή;
"Δηλαδή, άλλο πράμα τον βολεύει την άνοιξη, άλλο το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο θα τον δεις αλλαγμένο και θα σου υποστηρίζει με τον ίδιο φανατισμό, με το ίδιο τουφέκι στο χέρι, ένα πράγμα που το κτύπαγε πριν από 4 μήνες. Αυτή, Χρήστο, είναι μια διαδικασία που
εμένα με τρελαίνει".
Και αυτός ο "Μέγας Τσαμπουκάς", όπως τον είπες, πώς στο διάολο επιβιώνει; Κάποιος, κάπου πρέπει να τον στηρίζει, ειδάλλως δεν τον έχω άξιο, αυτόν τον άνθρωπο, να αντέξει πολύ.
"Τον στηρίζουν οι σπόνσορες. Αυτή την εποχή, την εποχή του σπόνσορα ζούμε τώρα και βλέπω πράγματα που δεν έχω ξαναδεί".
Όπως;
"Μια ολόκληρη, ας πούμε, σελίδα διαφήμισης, στην εφημερίδα, ενός τηλεοπτικού προγράμματος. Κοστίζουν εκατομμύρια αυτές οι διαφημίσεις -που βρίσκονται αυτά τα λεφτά; Ποιος τα δίνει; Ποιος τα πληρώνει και για πού; Είναι οι "αλλαξοκωλιές" που λέμε ότι κάνουν τα κανάλια μεταξύ τους, μεταξύ εφημερίδων. Οι μισοί τηλεοπτικοί ιδιοκτήτες έχουν εφημερίδες. Οι εφημερίδες έχουν τηλεόραση. Χιλιάδες κέντρα και παράκεντρα αποφάσεων και δημιουργείται έτσι η, πολύμορφη πια, μαζική αντίληψη, που κοιτάει μόνο προς το προσωπικό συμφέρον του καθενός".
Τα σταφύλια της οργής
Η καταχνιά του απομεσήμερου "σπάει" ξαφνικά από κάποια αναπάντεχη ηλιαχτίδα που τρυπώνει μες στο σαλόνι του ωραίου του σπιτιού, στη Φιλοθέη, και μας προσφέρει ένα φωτεινό διάλειμμα -ίσα ίσα, δηλαδή, για να γυρίσω την κασέτα από την άλλη μεριά και να "κλέψω" μια γουλιά από καφέ.
Στο διπλανό δωμάτιο, στο γραφείο, η σύζυγός του, Άννα, έχει συνάψει, θαρρείς, αιώνιο συμβόλαιο με τον ΟΤΕ και με τις εταιρείες των κινητών. Ό,τι έχει να κάνει με τη δουλειά του Νταλάρα, εκτός από την εκτέλεση και τη δημιουργία των τραγουδιών, περνάει απαραιτήτως από το χέρι της. Και σκέπτομαι πως αυτός που είπε ότι πίσω από έναν διάσημο άνδρα βρίσκεται πάντα μια δυναμική γυναίκα, την Άννα και τον Γιώργο θα πρέπει να είχε στο νου του.
Το λίγο που τους ξέρω, σχηματίζω αμέσως την εντύπωση ότι βαδίζουν μαζί, και απολύτως οργανωμένα, στο μονοπάτι μιας συναρπαστικής ζωής. Όλα μοιάζουν να γίνονται από κοινού. Ακόμα και η κορούλα τους, η 11χρονη Γεωργιάννα, πήρε τα ονόματα και των δυο τους -Γιώργος και Άννα. Μαθαίνω πως έχει κιόλας μπολιαστεί με τις μουσικές ευαισθησίες του πατέρα της (να, προχθές της έπαιζε ένα τραγούδι του Χατζιδάκι και η μικρή έλαμψε ολάκερη), αλλά και από την έμφυτη και ανεπιτήδευτη ευγένεια της μητέρας της.
Πριν από ένα μήνα πήγα στο "Χάος", απέναντι ακριβώς από το μαγαζί όπου τραγουδούσε ο Νταλάρας, και είδα τον Ρουβά και τη Βίσση.
Η σκηνή είναι ακόμη "ζωντανή" μέσα μου. Εκατοντάδες κοριτσάκια, κρεμασμένα από τα μπαλκόνια, να ουρλιάζουν άμα τη εμφανίσει του Σάκη. Είδα, το λέω, και κοπέλες της ηλικίας της Γεωργιάννας σου... Και περιμένω.
Τον βλέπω σκεπτικό. Πολύ σκεπτικό. Τον ανησυχεί, άραγε, το ενδεχόμενο μήπως κάποια μέρα δει και τη δική του κόρη σ’ ένα τέτοιο μπαλκόνι;
"Όχι, δεν με ανησυχεί, γιατί ακούει και αποφασίζει μόνη της. Και θα σου πω και κάτι άλλο. Αν το τραγούδι είναι καλό ή όχι, δεν μπορώ να το αποφασίσω εγώ. Είναι υποκειμενικό. Εσύ ξέρεις αν είναι καλό ή όχι. Και το κοριτσάκι που κρέμεται σαν σταφύλι απ’ το μπαλκόνι, επίσης ξέρει πολύ καλά. Θέλει το κορμάκι του. Θέλει να το φάει. Εκείνη τη στιγμή, λειτουργεί το μοντέλο. Το μοντέλο του MTV, της κάθε πασαρέλας. Αυτό δεν έχει σχέση με την τέχνη όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς. Το γυμνασμένο κορμί πουλάει σήμερα".
Μα κι εσύ έχεις γυμνασμένο κορμί.
"Ναι, αλλά δεν βγήκα ποτέ να σου δείξω τις επιδόσεις μου τις σεξουαλικές. Να σου δείξω πόσο τρέχω με τη μοτοσικλέτα, πώς στρίβουνε στις μεγάλες κούρμπες της Πάτρας με 260 χιλιόμετρα. Έτσι έζησα εγώ. Κατεβαίνοντας ποτάμια, μέσα σε δέντρα και γκρεμούς -έτσι ζούσα. Αυτό υπήρχε λόγος να στο προτείνω, όντας τραγουδιστής που έχω τραγουδήσει τραγούδια του τάδε, του τάδε και του τάδε, όλοι οι καλλιτέχνες με κεφαλαίο "κάπα"; Εγώ, αν θέλω να προτείνω κάτι, δεν θα προτείνω το κωλομέρι μου. Αυτό το’ χω, κι είναι δικό μου. Εγώ ξέρω βιολογικά πού είμαι. Μπορεί αυτοί όλοι που σήμερα πουλάνε κομμάτια από το κορμί τους και που σου φαίνονται το άκρον άωτον της υγείας, σε λίγα χρόνια να είναι σαν τσουβάλια καταξεσκισμένα και εγώ να ζω ακόμα, μαζί με κάποιον γεροντάκο".
Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια
Γιατί μου φαίνεσαι τόσο... προσεκτικός όταν μιλάς; Είναι σαν να σκέφτεσαι εκατό φορές αυτό που θα πεις.
"Φοβάμαι να μην είναι αλήτικος ο δημόσιος λόγος μου -αυτό το αποφάσισα από πολύ νωρίς στην καριέρα μου. Θα σου πω κάτι με πάσα ειλικρίνεια. Αν καταφέρουμε να κάνουμε παρέα μαζί και δεις πόσο αλήτης είμαι, θα τρομάξεις. Και όμως, δεν θέλω να σου πουλήσω ούτε μαγκιά ούτε αλητεία. Αυτοί οι τενεκέδες, που κάνουν σήμερα τους μάγκες και τους προχωρημένους, είναι αρχιφλώροι του κερατά μπροστά σ’ αυτά που
'χω περάσει εγώ, που 'χω ζήσει. Εγώ, όμως, δεν άφησα την παγίδα να με φάει, να βγω προς τα έξω ως δυνατός και ωραίος, να πουλήσω μηδενισμό για όλα και όσα αρπάξει ο κώλος μου -όχι. Εγώ ξέρω κανονικά τι σημαίνει μιζέρια, αλητεία, πόνος -τα
'χω νιώσει, είναι γραμμένα εδώ (και χτυπάει με δύναμη το στήθος του). Αυτά τα φλώρια, που σήμερα, μέσα από σπόνσορες, προτείνουν ένα μοντέλο ζωής, το οποίο είναι Ο.Φ.Α (σ.σ. όπου φυσάει ο άνεμος, δηλαδή), δεν μου λένε απολύτως τίποτα...".
Δεν ισχύει, όμως το "ο καθένας όπως μπορεί";
"Ισχύει, αυτό λέω, αλλά εγώ φερ’ επείν, δεν μπορώ να ξεπεράσω τη φαντασία μιας ροζ νοικοκυράς, που κάνει σόου φαντασμαγορικά στην τηλεόραση, να σταματήσω την ανησυχία μου, τη ζωή μου, το παρελθόν μου και να αρχίσω να μιλάω και να συμπεριφέρομαι σαν κι αυτήν για να
'μαι in".
Οι νοικοκυρές τι σου φταίξανε τώρα;
"Τίποτα. Συμπαθώ πάρα πολύ τη νοικοκυρά, αλλά δεν μπορώ να κάνω τη νοικοκυρά και τις αγωνίες της προμετωπίδα του προβλήματος αυτής της χώρας. Δεν μπορεί να
'ναι ο πολιορκητικός κριός της ζωής μας -δεν μπορούν, δηλαδή, όλα τα πράγματα να περνάνε μέσα από την τσάντα της νοικοκυράς. Ας το κάνει ο βουλευτής για να πάρει τις ψήφους της, όταν προεκλογικώς επισκέπτεται τις λαϊκές αγορές. Δεν μπορώ να το κάνω εγώ".
Το άλλοθι των μετρίων
Ακούω πολλούς συναδέλφους σου, από αυτούς που θεωρούνται σοβαροί, να τα βάζουν με τα ωραία πόδια ή μάτια μιας τραγουδίστριας που έχει σουξέ. Είναι τόσο κακό να έχει ωραία πόδια και μάτια;
"Όχι, όταν διαθέτει και καλή φωνή. Δυστυχώς, σήμερα, οι μισοί είναι φάλτσοι και οι άλλοι μισοί πουλάνε μόνο το περιτύλιγμά τους. Αυτό το περιτύλιγμα προτείνει σήμερα και η τηλεόραση. Πάρε μια σαββατιάτικη εκπομπή που σπονσοράρεται με εκατομμύρια και πες μου, σε παρακαλώ, τι αφήνει πίσω της αυτή η εκπομπή, εκτός του ότι γλεντάνε μερικές νοικοκυρές και περνάνε έτσι καλά. Τους ταχυδακτυλουργούς που τρώνε φίδια και καταπίνουν κροκόδειλους;".
Α, εκεί έχεις μείνει εσύ! Τώρα "σμίγουν" συγγενείς που έχουν να ιδωθούν χρόνια ολάκερα.
"Είναι μια απεγνωσμένη αναζήτηση ενός άλλοθι αυτό. Η κοινωνία, όμως, έχει και όρια. Αν συνεχίσεις, άλλα πέντε χρόνια να κάνεις αυτές τις ροζ παπαρδέλες, θα σε φτύσει. Γι’ αυτό χρειάζεται να δείξεις και κάτι άλλο -τάχα μου κοινωνικό. Έτσι, θα δεις ανθρώπους άθλιους, καραγκιόζηδες σε όλα, στον ήχο, στο λόγο, στις πράξεις της ζωής τους, στην εμφάνιση, σε όλα, να αρχίσουν να κάνουν φιλανθρωπικές δωρεές, πολιτικές συναυλίες, ενωτικές προσπάθειες, ό,τι φανταστείς. Είναι περίεργο το κόλπο, δεν ξέρω αν το
'χεις πάρει είδηση. Τόσο πολύ η βρώμα και η αθλιότητα έχουν μπει μέσα στα πράγματα, που ο καθένας παίρνει στόκο που προσπαθεί να κλείσει τρύπες, επειδή πολλά από αυτά που κάνει τώρα δεν τα πίστευε στη ζωή του, αλλά του
'ρχονται και λέει "κάτσε βρε παιδί μου, προκειμένου να το χάσω, δεν δίνω και πέντε εκατομμύρια εδώ;" και εδώ είναι τώρα το περίεργο Χρήστο. Ότι μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες και όλους αυτούς τους ανθρώπους, πώς θα προστατευτείς εσύ, που κάνεις κάτι διαφορετικό;
Άσε το άλλο, το εξωφρενικό, ότι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι
αύριο, άμα τους ρωτήσεις "Πού προσβλέπεις; Πού κοιτάς;" θα σου δείξουν τους καλούς. "Εγώ", λέει, "είχα δάσκαλό μου τον τάδε" σημαντικό άνθρωπο. Ε, όχι, ρε ξεφτιλισμένε, δεν μπορεί αυτός να
'ταν ο δάσκαλός σου -άλλος ήτανε".
Χείμαρρος. Και πόσο μ’ αρέσει. Σαν εκείνο το τραγούδι το σπανιόλικο που λέει, που ανεβάζει και κατεβάζει χίλιες φορές τη φωνή του κει όπου νομίζεις ότι είναι αδύνατον να φτάσει ανθρώπινη νότα.
Κάτσε! Δεν είπαμε τίποτα για τον καινούργιο σου δίσκο, για τη νέα σου προσπάθεια στη νυχτερινή Αθήνα, για την Κύπρο, που ξέρεις πόσο με καίει και μένα...
"Μ’ αυτά που είπαμε", απάντησε,
"τα καλύψαμε σχεδόν όλα".
Και δώσαμε υπόσχεση να ξαναβρεθούμε, όταν θα περνάει και πάλι το μαγικό του, ελληνικό πενθήμερο.
|