Δείτε ακόμη:
dalaras.com ©2001 


Πολίτης Νταλάρας


Το ραντεβού είναι για τις επτά το απόγευμα. Στο σπίτι του, στη Φιλοθέη. Φτάνω είκοσι λεπτά νωρίτερα. Κάνω στάση σ’ ένα κοντινό παγκάκι. Τελευταίος έλεγχος στις ερωτήσεις. Το μαγνητοφωνάκι το πήρα; Έξτρα μπαταρίες; Επτά παρά ένα. Στέκομαι αναποφάσιστη έξω από την ψηλή αυλόπορτα. Τρία κουδούνια, κανένα όνομα. Δοκιμάζω την τύχη μου πατώντας το μεσαίο. Η πόρτα ανοίγει. Κάνω το πρώτο μου βήμα προς το άδυτο του Γιώργου Νταλάρα, με τον αδιόρατο φόβο ότι στην ψυχή του δε θα μ’ αφήσει να μπω τόσο εύκολα. "Είναι ψυχρός", έχω ακούσει από κάποιους. "Απόμακρος. Δεν ανοίγεται ποτέ, σιχαίνεται τις ερωτήσεις που αφορούν την οικογένειά το. Θυμώνει άσχημα". Η φωνή του, όμως, που πάλλεται σαν ηλεκτρισμένη χορδή στα τραγούδια που με συντροφεύουν ήδη από τα πέντε μου χρόνια; Τόση αγωνία, τόση ένταση, τόσο εκκωφαντικός εσωτερικός λυγμός!... Ένας άνθρωπος, που έχει καταφέρει να με κάνει να δακρύσω, δεν μπορεί, δε γίνεται να είναι ψυχρός. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν είναι απαραίτητα συμπαθητικοί, μου θυμίζει η επαγγελματίας μέσα μου. Αρκέσου στο γεγονός ότι σου αρέσει η δουλειά του. Ήρθες για μια συνέντευξη, προετοιμάσου λοιπόν για όλα. Ακόμα και για να τον αντιπαθήσεις.


"Καλώς τους"

Προχωράω και το βλέμμα μου βυθίζεται στο ήρεμο πράσινο του γκαζόν. Ένας φοίνικας υψώνεται αγέρωχα στο βάθος και μια χνουδωτή καφετιά γάτα με υποδέχεται με αξιοπρέπεια στην είσοδο.
"Δική σας;", ρωτάω αφελώς την Άννα Νταλάρα που μου ανοίγει.
"Ναι, μια από τις χιλιάδες", μου απαντάει και με οδηγεί στο ψηλοτάβανο σαλόνι.
"Θέλεις καφέ; Είναι ο αγαπημένος μου, το έφερα από την Αμερική".
Καθώς απολαμβάνω το άρωμα βανίλιας, παρατηρώ το δωμάτιο: απαλό κίτρινο με λευκό, τεράστια παράθυρα, άπλετο φως. Οι πολυθρόνες μεγάλες και αναπαυτικές. Ένα εξίσου μεγάλο γυάλινο τραπέζι με κυλινδρική, μεταλλική βάση δεσπόζει στο χώρο και στις προθήκες απλώνεται η συλλογή του Γιώργου Νταλάρα από αρχαία αντικείμενα, "όλα δηλωμένα", όπως θα με διαβεβαιώσει. Έρχεται σε λίγο, ζητώντας συγνώμη για την καθυστέρηση, και παλεύει επί πέντε λεπτά να αποφασίσει ποιο κάθισμα είναι πιο αναπαυτικό για μένα. Ευγενέστατος! Ο Πάκο, ένας συμπαθητικός σκύλος, μας κάνει παρέα.

"Ήταν αδέσποτος. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ ο καημένος..."
Βουρκώνει -ή είναι η ιδέα μου;

"Στην Ελλάδα Κάνει Κρύο"

Ξεκινώ μ’ ένα θέμα ουδέτερο, αναφέροντας τη συναυλία του Στινγκ που ξέρω ότι παρακολούθησε.
"Μου αρέσει πολύ. Για τον ήχο του, αλλά και για τη γενικότερη στάση του σε διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Ξέρω, κάτι τέτοια ξεσηκώνουν κύματα επικρίσεων από ορισμένους, αλλά το προτιμώ από το να βολεύεσαι και να χαριεντίζεσαι με το περιβάλλον σου, τρέφοντας τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία σου. Ο Στινγκ με συγκινεί. Αυτός και ο Πήτερ Γκάμπριελ".
Επάνω που ετοιμάζομαι να εκφράσω τη χαρά μου για τα κοινά μας γούστα, αλλάζει εντελώς απρόσμενα την πορεία της συζήτησης.
"Για μένα, το αγκάθι του ελληνικού τραγουδιού είναι οι άφωνοι, που ολοένα αυξάνονται. Συχνά, μάλιστα, είναι και άμουσοι. Η σχέση τους με τη μουσική είναι προϊόν συγκόλλησης, δεν παρέχει ασφάλεια ούτε διάρκεια. Η ιστορία αυτών των ανθρώπων, όπως γράφεται σήμερα από τα ΜΜΕ που τους στηρίζουν υστερικά, δεν είναι διαδικασία ψυχής. Εντάξει, το περιτύλιγμα λάμπει, αλλά στο εσωτερικό δεν υπάρχει καρπός, το φρούτο είναι κούφιο".
Έχει πάρει φωτιά. Τον διακόπτω με μια αντίρρηση : υπάρχει ο Μαζωνάκης, υπάρχει και η Αλεξίου. Υπάρχει επιλογή.
"Ναι, αλλά πώς να είσαι χαρούμενος όταν σε βάζουν στο ίδιο καζάνι; Εγώ έτσι δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένος".
Πίνει μια γουλιά καφέ και συνεχίζει το ίδιο ορμητικός:
"Δε θέλω να βγάζω τα πάντα για την ιδιωτική ζωή μου στη φόρα, είναι κακό αυτό; Κι όμως, σήμερα οφείλεις να τα δίνεις όλα. Ό,τι έχεις μέσα σου. Υπάρχουν τόσοι ταλαντούχοι που, επειδή δεν το κάνουν, δεν προωθούνται ούτε βοηθιούνται. Αντίθετα, οι τσατραπάτρηδες, οι πονηρούληδες, οι μπαγάσηδες, που αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, αυτοί είναι μέσα σ’ όλα".
Ο τραγουδιστής που έχει συνολικές πωλήσεις πάνω από επτά εκατομμύρια δίσκους θέλει να απέχει από αυτό το σκηνικό.
"Εμείς, η γενιά μου, ζήσαμε διαφορετικά. Για μας η οικογένεια δεν ήταν το σπίτι μέχρι τη μάντρα της αυλής. Ήταν η συνοικία, μετά η πόλη, ο νομός, η πατρίδα. Ακούγομαι γραφικός, το ξέρω, αλλά έτσι μάθαμε να σκεφτόμαστε. Και συμβαίνει να ζούμε. Είμαστε ακόμα εδώ, εν ενεργεία. Αισθανόμαστε αυτόν το χώρο οικείο, συγγενικό. Αν ανοίξει η μύτη του ενός, οι άλλοι θα τρέξουμε να του δώσουμε μαντίλι, καταλαβαίνετε; Για τον κόσμο μιλάω. Τους άγνωστους που είναι μαζί. Τους δικούς μας άγνωστους".
Η φωνή του χαμηλώνει αισθητά, σχεδόν ψιθυρίζει. Σκέφτεται για λίγο πώς θα εκφράσει καλύτερα αυτό που τον καίει.
"Το κρύο και η ζέστη, το πολύ και το λίγο, η χαρά και η λύπη είναι όλα ένα πείραμα στην ανθρώπινη ζωή. Ο άνθρωπος είναι σαν εργαστήριο, το θέμα είναι αν θα χρησιμοποιήσει σωστά τα εργαλεία του. Φυσικά αναφέρομαι στις αξίες".
Είμαι σίγουρη ότι οι λέξεις δεν του φτάνουν ποτέ, ότι δε χωρούν ούτε τα μισά από αυτά που αισθάνεται.
"Συχνά χάνουμε την ουσία των πραγμάτων. Και είναι πολύ δύσκολο να γίνουν οι άνθρωποι τόσο ευρείς και ανοιχτοί μέσα τους όσο το πεδίο που οι ίδιοι άνοιξαν. Πέφτουν θύματα, λοιπόν. Είναι ζαλισμένοι, όλοι είμαστε. Μπήκαμε στην αρένα και το μάτι μας παίζει δεξιά-αριστερά με αγωνία για να δούμε τι κάνει ο διπλανός μας. Κι αν όλα τα βλέμματα πέσουν επάνω σ’ εκείνον που χορεύει, ακόμα κι αν τα βήματά του είναι λανθασμένα, αυτόν θα προσπαθήσουμε να μιμηθούμε".
Τον ρωτάω για τους Έλληνες της Αμερικής.
"Άλλος λαός",
απαντάει, κουνώντας το κεφάλι.
"Πολλοί από αυτούς αγαπούν την Ελλάδα, επιστρέφουν με λαχτάρα και τι αντικρίζουν; Έναν μπερντέ, όπου θα παιχτεί ο χειρότερος καραγκιόζης της ζωής τους. Μια στιγμή, ο Πάκο θέλει να βγει".
"Ντε Λουτσία;", ρωτάω.
"Ακριβώς. Ο Ντε Λουτσία είναι φίλος".

"Μακρινές Αποστάσεις"

Δεν είναι ο μόνος φίλος. Ο Κώστας Κωνσταντινόπουλος, ηχολήπτης, είναι τόσο φίλος με τον Νταλάρα, που το παρατσούκλι του είναι "ο αρραβωνιαστικός"!
"Με τον Γιώργο γίναμε κολλητοί με την πρώτη ματιά", μας εξομολογείται. Οι δυο τους γνωρίζονταν από τα είκοσι, όταν έκαναν κόντρες με τις μηχανές στην παραλιακή. Τις συνεχίζουν και σήμερα, "παίζοντας" με τα αυτοκίνητα.
"Αλλά και στο επαγγελματικό πεδίο ο καθένας βάζει τον καλύτερο εαυτό του για να "ξεπεράσει" τον άλλο. Ο Νταλάρας στη σκηνή, εγώ στα μετόπισθεν. Το αποτέλεσμα το εισπράττει το κοινό της συναυλίας".
Σκοτεινές στιγμές στη φιλία τους δεν υπήρξαν, λέει.
"Ο Γιώργος είναι ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. Ένας φίλος στον οποίο μπορείς να στηριχτείς".

"Ααα, η φιλία! Σπουδαίο πράγμα. Πολύτιμο. Η προδοσία στη φιλία ισοδυναμεί με έγκλημα".
Είναι η πρώτη φορά που ο πρωταγωνιστής της συνέντευξης αναδύεται από τα σκοτάδια των προβληματισμών του και τα μάτια του γεμίζουν φως.
"Έχω φίλους από τα παιδικά μου χρόνια. Από την πρώτη δημοτικού. Μερικοί είναι μουσικοί -τι ευτυχία!- και συνεργαζόμαστε, όπως ο Θανάσης ο Μπίκος και ο Στέλιος ο Καρύδας".

"Ως χαρακτήρας είναι δύσκολος", μας λέει ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου.
"Ενώ τον πλησιάζεις εύκολα, μόλις χωρίσεις από εκείνον, έχεις την εντύπωση ότι μιλούσες με κάποιον άλλο". Του το αναφέρω. Κατ’ αρχάς το αποδίδει στην αφηρημάδα του.

"Έχω ένα χαρακτηριστικό κάκιστο για την παρέα: όταν αρχίσουν να συζητούν για άλλους -κουτσομπολιά και υπονοούμενα- εγώ εξαφανίζομαι. Έχω πετάξει, δεν υπάρχω. Σε συζητήσεις σχετικές με οικονομικά, κοιμάμαι. Αν κάτι με αγγίζει, μπορώ να χάσω τον ύπνο μου γι’ αυτό. Αν όχι, ξεχνάω ονόματα, καταστάσεις, τα πάντα".
Αναρωτιέμαι αν το αδιάκοπο κυνηγητό των στόχων του τον απορροφάει τόσο, ώστε να χάνει κάποιους ανθρώπους από κοντά του.
"Αυτοί που με αγαπούν αληθινά δε με άφησαν, είναι εδώ πάντα. Βέβαια συμβαίνει και κάτι περίεργο: μερικοί, είτε επειδή η ζωή τους δεν πήγε καλά είτε επειδή τους βολεύει, με θέλουν ντε και καλά σε απόσταση. Λες και μπήκε μια αόρατη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ εμένα και τους άλλους ανθρώπους. Δεν την έβαλα εγώ. Αλλά πικράθηκα όταν το συνειδητοποίησα, τραβήχτηκα στο καβούκι μου, κλείστηκα ακόμα περισσότερο στον εαυτό μου".
Είναι και η κοσμικότητα, τα "γεια σου, χρυσούλι μου", που τα σιχαίνεται.
"Το κομμάτι της δουλειάς μου που σχετίζεται με την προβολή και τη δημοσιότητα με βαραίνει αφάνταστα. Αγκομαχάω με τόσα φτιασίδια, ασφυκτιώ. Και το λέω εγώ, που υπήρξα από τους πιο προβεβλημένους".
Τα εξώφυλλα ξεκίνησαν νωρίς για τον Γιώργο.
"Ίσως να έφταιγε το παρουσιαστικό μου, ήμουν έτσι λεπτός, χαριτωμένος..."
Χαμογελάει αμήχανα.
"Τόσες φωτογραφίες, με αντιπάθησαν και οι συνάδελφοι. Δες τώρα αυτό το παιδί που χορεύει τόσο ωραία και τραγουδάει, ε, δεν ξέρω πόσο καλά, αλλά είναι τόσο όμορφος, λιγνός και ψηλός, τον Ρουβά λέω, δεν πέφτουν όλοι επάνω του; Με άλλα λόγια, η φήμη για μένα είναι σαν αρρώστια. Όταν το λέω, με κακολογούν. Δεν είμαι αχάριστος, είμαι προνομιούχος, το ξέρω. Ο κόσμος μ’ αγαπάει, οι πόρτες είναι ανοιχτές, τόσο πολύ μάλιστα, που συχνά δε θέλω να τις χρησιμοποιώ, μήπως πάρω τη θέση κάποιου άλλου".
Κάνει μια μικρή παύση.
"Την προβολή τη χόρτασα. Καμιά φορά κανείς θέλει εκείνο που του λείπει. Το να είσαι συνειδητοποιημένος πολίτης δεν είναι καθόλου in πια, αλλά τρελαίνομαι με την ιδέα να είμαι στο περιθώριο. Με πιστεύεις;"
Τον κοιτάζω προσεκτικά. Πίσω από το σοβαρό του ύφος, νομίζω ότι διακρίνω τη χαρά ενός αγοριού που μόλις έκανε μια σκανταλιά. Αυτό το αγόρι, άθελά του ίσως, εμφανίζεται συχνά στη διάρκεια της κουβέντας, άλλοτε παραπονεμένο, άλλοτε παθιασμένο, άλλοτε χαρούμενο. Έχω αρχίσει να το αναγνωρίζω. Και να το συμπαθώ. Ναι, τον πιστεύω. Αλλά η έννοια "περιθώριο" μου φαίνεται ευσεβής πόθος για τον Νταλάρα, έστω και με τον τρόπο που το εννοεί. Είναι πολύ αργά πια για να ξεφύγει.

"Σεργιάνι στον Κόσμο"

Έχει ήδη περάσει μία ώρα. Δε δείχνει κουρασμένος. Η ταινία μιας δεύτερης κασέτας ξετυλίγεται αργά, αποτυπώνοντας αποσπάσματα από τη ζωή του. Ο Γιώργος Νταλάρας δεν ανοίγει διάπλατα παράθυρα, μόνο λεπτές χαραμάδες, επιτρέποντάς μου να ρίξω μια μικρή, σύντομη ματιά. Η Κοκκινιά όπου γεννήθηκε, τα Εξάρχεια όπου μεγάλωσε, οι οικοδομές στις οποίες δούλεψε αναβοσβήνουν για ελάχιστες στιγμές μπροστά στα μάτια μου.
"Βγήκα στο πεζοδρόμιο από επτά χρονών. ‘Έκανα ό,τι δουλειά μπορείς να φανταστείς. Και ήθελα να μαθαίνω, ρουφούσα τις γνώσεις σαν σφουγγάρι. Η γνώση και οι εμπειρίες είναι το βιος μας, άλλωστε. Δεν έμαθα όλα όσα ήθελα. Μετά ήρθε η μουσική, αλλά κι εκεί έχω κάνει τόσο λίγα... Ντρέπομαι σχεδόν".
Γιατί η μητέρα του δεν ήθελε να γίνει τραγουδιστής;
"Γιατί υπέφερε από τον Λουκά, τον πατέρα μου. Φοβόταν. Ήταν, ξέρεις, καταπληκτικός μουσικός. Αλλά μας άφησε όταν ήμουν δύο ετών. Ε, δεν υπήρχε άνδρας στο σπίτι, ήταν δύσκολα. Όχι τραγικά, δύσκολα".
Ήταν ευτυχισμένος;
"Ήμουν. Νιώθω γεμάτος από τα παιδικά μου χρόνια".
Αργότερα η Άννα, "η κούκλα του", όπως τη φωνάζει, θα μου πει ότι δεν έπαιξε ποτέ.
"Ρουφούσα τον ήλιο, λάτρευα τη φύση, χαιρόμουν μ’ ένα κουμπί που έβρισκα στο δρόμο ή με κάποιο εργαλείο... απλά πράγματα".
Τολμώ να εισχωρήσω σε πιο ευαίσθητες περιοχές. Ο πατέρας του τον πλήγωσε;
"Ναι. Μου έλειψε κυρίως".
Τον έχει συγχωρήσει;
"Τον έχω συγχωρήσει, ναι. Σίγουρα η χαρακιά, το χνάρι παραμένει. Σε κυνηγάει σε όλη σου τη ζωή. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι τον έχω καταλάβει. Αυτή είναι η νίκη του -και η δική μου".
Μιλάμε για τη συνεργασία του με τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς τον Οκτώβριο.
"Θα προσπαθήσω να του περάσω το μικρόβιο της ελληνικής, της ανατολίτικης, της μικρασιατικής μουσικής, να ξεφύγει λίγο από τα Βαλκάνια".
Για τον Μπιθικώτση, "το δάσκαλό του", λέει:
"Χωρίς εκείνον, δε θα ήμουν αυτός που είμαι".
Για το Θεοδωράκη:
"Με τα τραγούδια του ψήλωσα".
Για το Μάτσα, που ήταν ο μόνος που τον πίστεψε όταν ήταν άβγαλτος:
"Οι άλλοι δε με ήθελαν, γιατί η φωνή μου θύμιζε Μπιθικώτση. Εκείνος με ήθελε ακριβώς γι’ αυτό. Έψαχνε για συνεχιστές".
Μιλάμε και για την Καίτη Γκρέυ, τον Καζαντζίδη, το Γαβαλά, αλλά και τον αλητάκο, το μαγκάκι που ήταν κάποτε το "Νταλαράκι", πρόσωπα που κουβαλάει ακόμα μέσα του. Για τον αθλητισμό που λάτρεψε. Για το ποδόσφαιρο που τον απογοήτευσε. Και για τους φίλους του μουσικούς από την Ινδία, την Περσία και την Αρμενία, που θέλει να φέρει κάποια στιγμή στην Ελλάδα, όταν φτιάξει το δικό του χώρο.

"Πάντα θυμάμαι αυτό που έλεγε κάποτε ο Κουγιουμτζής: "Ο Νταλάρας καθαγιάζει τα τραγούδια"", δηλώνει ο Μάνος Ελευθερίου.
"Τώρα ήρθε η σειρά του να γίνει συνθέτης. Τα πρώτα δείγματα της εργασίας του είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά. Μην περιμένει όταν γεράσει".
Του μεταφέρω την προτροπή.

"Θα το κάνω, εντάξει. Έχω φτιάξει μερικά πράγματα, ορχηστρικά, δεν ξέρω αν θέλω να κάνω τραγούδια. Το θεώρησα και λίγο μικροπρέπεια".
Μικροπρέπεια;
"Ε, να, έχεις ένα διάσημο τραγουδιστή και, μόλις φτιάξει τραγούδια, ανοίγουν όλες οι πόρτες των στούντιο. Λίγο σικέ δεν είναι; Κι έπειτα νιώθω γεμάτος με αυτά που είπα, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Μαρκόπουλο, Καλδάρα, Κουγιουμτζή, Άκη Πάνου..."
Διάβασα κάπου ότι ο Πάνου νιώθει ξεχασμένος. Του το αναφέρω. Διστάζει λίγο.
"Είναι ιδιόρρυθμος άνθρωπος, έως και ενοχλητική περίπτωση",
σχολιάζει τελικά.
"Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας μιλήσω όπως θα ήθελα για εκείνον, αλλά δεν είναι δική μου επιλογή. Δεν το αφήνουμε καλύτερα;"

"Ες Γην Εναλίαν Κύπρον"

Έχω δει πολλά εξώφυλλα δίσκων του μέχρι τώρα. Αλλά ποτέ κανένα τόσο χαμογελαστό, με τόσο ανάλαφρη, παιχνιδιάρικη διάθεση όπως αυτό στα "Μεθυσμένα Τραγούδια", τον καινούργιο του δίσκο. "Εγώ τη διάλεξα τη φωτογραφία", με πληροφορεί.
"Κάναμε πλάκα στη φωτογράφηση και αυτή αποτυπώθηκε".
Μήπως υπονοείται κάποια στροφή στη μουσική του;
"Διάφοροι ψάχνουν να μάθουν γιατί έκανα αυτόν το δίσκο. Πάντα έκανα λαϊκά και θα συνεχίσω. Όταν έκανα, εδώ και τρία χρόνια, το "Συγνώμη για την Άμυνα", "Τα Κατά Μάρκον", την Κύπρο, το δίσκο του Λάγιου, δεν άκουσα και καμιά καλή κουβέντα. Ο Νταλάρας κουλτουριάζεται, έλεγαν, οι δίσκοι του δεν πουλάνε. Δηλαδή, τι, τους αρέσουν εκείνα; Τότε γιατί δεν τα υποστηρίζουν;"
Δεν είναι θυμωμένος. Απορημένος, μάλλον. Και νομίζω ότι του φαίνεται και κάπως αστείο το θέμα.
"Μ’ αρέσει πολύ να τραγουδώ το "Ανεμολόγιο", αλλά τη λαϊκή καταγωγή μου δε θα την απαρνηθώ. Δεν πρόκειται λοιπόν για καμιά στροφή. Εδώ ήμουν πάντα".
Αναφερόμουν στο εξώφυλλο, του εξηγώ.
"Κοίτα, τα "Μεθυσμένα Τραγούδια" θέλουν κι ένα χαρούμενο πρόσωπο. Και τέλος πάντων, έπειτα από τριάντα χρόνια, νομίζω ότι έχω κι εγώ το δικαίωμα να χαμογελάσω".
Του θυμίζω ένα στίχο από το δίσκο "Ες Γην Εναλίαν Κύπρον" : "Το μεθύσι σου δέσε..." Και τώρα τραγούδια μεθυσμένα. Σοβαρεύει απότομα. "Άλλο βάρος, διαφορετικά συναισθήματα".
Αγκαλιάστηκαν αυτά τα τραγούδια;
"Στην Ελλάδα, όχι ιδιαίτερα. Στην Κύπρο, όμως, τραγουδιούνται στα σχολεία. Μεγάλη τιμή".
Παθιάζεται.
"Για μένα η Κύπρος είναι ελληνικός χώρος. Ο χώρος μου. Και απειλείται. Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια, μου είναι αδύνατο. Στα τριάντα πέντε χρόνια που μου απομένουν να ζήσω, θα πρέπει να έχω ένα βιος να μετρήσω κι αυτό δε θα είναι χρήματα, θα είναι η ίδια μου η ύπαρξη".
Κύπρος, Βοσνία, Οδησσός. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν αμφισβητήσει την ειλικρίνεια και τα κίνητρα ενός ανθρώπου που τυχαίνει να είναι ο πιο εμπορικός Έλληνας τραγουδιστής. Η σύντροφός του και μητέρα της κόρης του δε θα κρύψει την αγανάκτησή της όταν αργότερα θα συζητήσουμε γι’ αυτό.
"Κάποτε γελούσα μ’ αυτά τα σχόλια. Με ενοχλούσαν απλώς αισθητικά. Τώρα όμως που μεγάλωσε η Γεωργιάννα, που διαβάζει όποιο έντυπο πέφτει στα χέρια της, εκνευρίζομαι αφάνταστα. Ευτυχώς, μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι όπου ακούει πάντα την αλήθεια. Και είναι αρκετά συνειδητοποιημένη για να την ξεχωρίζει. Ξέρω βέβαια ότι αυτός ο πόλεμος, ο όποιος πόλεμος, δεν είναι βαθύς. Μοιάζει με αχυρόμπαλα, είναι κουβέντα της παρέας, χωρίς κανένα βάρος".
Στο μεταξύ, εκείνος συνεχίζει :

"Λέμε, το κράτος είναι απόν. Είναι. Αλλά κι εμείς αδιαφορούμε γι’ αυτά που συμβαίνουν δίπλα μας. Εμείς σαρκάζουμε όποιον πάει να προσφέρει κάτι. Τι να κάνω; Να σφυρίζω αδιάφορα, όταν ξέρω ότι εκείνη η δασκάλα θάφτηκε ζωντανή στα κατεχόμενα, μακριά από την οικογένειά της, για να διδάξει στα παιδάκια πέντε γράμματα; Μαρίνα, άκουσέ με -μπορώ να σε λέω Μαρίνα; Λέγε με Γιώργο, νιώθω πιο άνετα. Λοιπόν, Μαρίνα, εσύ κι εγώ ζούμε στα ωραία μας σπίτια, στα προάστια, αγοράζουμε ό,τι γουστάρουμε, ακούμε τη μουσική που θέλουμε, ενώ εκείνοι στην Κύπρο ζουν μέσα στον τρόμο, βλέπουν να τους κλέβουν την παραγωγή, τα κορίτσια τους τρέμουν να κυκλοφορήσουν τη νύχτα, δεν έχουν ιατρική περίθαλψη. Εσύ πώς θα ένιωθες; Εγώ ταυτίζομαι με τη φρίκη αυτών των ανθρώπων. Γιατί όλα αυτά συμβαίνουν δίπλα μας, τώρα, κι εμείς φλερτάρουμε την ομορφούλα που μόλις γνωρίσαμε και χορεύουμε ρέιβ. Σύμφωνοι, τα χρειαζόμαστε και αυτά, ειδικά οι νέοι άνθρωποι, αλλά γιατί ξεχνάμε τα άλλα, τα σοβαρά;"
Η φωνή του χρωματίζεται από παράπονο.
"Ποτέ δε θα καταλάβω γιατί πρέπει να αφήνουμε στο Θεό αυτά που μπορούμε να κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας με τον τρόπο του, όπως μπορεί. Μια ανθρώπινη ματιά χρειάζεται, λίγη ευαισθησία, τίποτε άλλο, για να αλλάξουν τα πράγματα, να μη γίνει η Κύπρος Ίμβρος και Τένεδος, που πολύ το φοβάμαι".
Ίσως ο μέσος πολίτης να νιώθει ανήμπορος. Ο ίδιος όμως έχει μια μορφή εξουσίας.
"Λάθος, λάθος. Μην το λες, όλοι μπορούν να κάνουν κάτι".

"Οι Μάηδες, οι Ήλιοι μου"

Κάπου έχω διαβάσει ότι, όταν γυρνάει από κάποια περιοχή με προβλήματα, μιλάει στη Γεωργιάννα γι’ αυτά. Είναι αλήθεια;
"Μερικές φορές την παίρνω και μαζί μου. Στην Οδησσό, ας πούμε. Αλλά εγώ ούτε ρήτορας είμαι ούτε θέλω να της επιβάλλω πράγματα. Όμως δε χρειάζεται να της πω τίποτα. Αρκεί να δει τη θλίψη στα μάτια αυτών των παιδιών και το κοριτσάκι έχει ήδη συνεννοηθεί".
Μα είναι μόλις οκτώ. Καταλαβαίνει;
"Όλα τα καταλαβαίνει, μην ανησυχείς".
Τον ρωτάω τι θα θελήσει να της διδάξει ως πατέρας. Να γίνει ενσυνείδητη πολίτις;
"Το είπες. Αυτό ακριβώς. Δε θα της υποδείξω τίποτα. Ό,τι και να πω εγώ θα είναι φούμαρα. Μόνη της θα δει τα πράγματα στην πράξη και θα αποφασίσει. Αλλά δε θα γίνει ρεμάλι. Θα γίνει πολίτις εν ενεργεία. Αυτό είναι το μόνο δώρο μου που μπορώ να της κάνω. Το πιο πολύτιμο".
Πιστεύει ότι το παιδί γεμίζει ένα κενό;
"Πιστεύω ότι η φύση μάς δίνει ένα σύστημα αυτοπροστασίας. Όταν δε γνωρίζεις την πατρότητα, αυτό το κενό δεν το ξέρεις. Όταν αποκτήσεις παιδί, τότε μετράς το κενό που είχες. Για μένα η Γεωργιάννα είναι ένας καινούργιος κόσμος, μια τεράστια χαρά. Το να είσαι εργένης σου δίνει ελευθερία, δε δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Αλλά έχει και μοναξιά. Φριχτή μοναξιά, ειλικρινά".
Ναι, πηγαίνει στο σχολείο της μικρής. Ρωτάει τις δασκάλες της, την παρακολουθεί στα παιχνίδια της. Δεν έχει όσο χρόνο θα ήθελε για εκείνη, αλλά προσπαθεί.
"Ξέρεις, μου βάζει χέρι. "Μπαμπά", μου λέει, "αυτή την εβδομάδα παίξαμε μόνο τόσες φορές"".
Τον αισθάνομαι κάπως διχασμένο. Από τη μια, νιώθει άβολα να μιλάει για την κόρη του, δεν το συνηθίζει. Από την άλλη, υπάρχει και η φυσική υπερηφάνεια του πατέρα. Μεταφέρω τη συζήτηση στην Άννα Νταλάρα. Είναι δεκαπέντε χρόνια μαζί, απ’ όσο γνωρίζω.
"Δεκαέξι. Παρ’ όλο που διαφέρουμε σαν τη μέρα με τη νύχτα. Τα ετερώνυμα έλκονται".
"Με το Γιώργο δε μοιάζουμε καθόλου στον τρόπο που προσεγγίζουμε τα πράγματα", Θα μου πει εκείνη.
"Μοιάζουμε όμως στον τρόπο που τα υποστηρίζουμε. Και αν δεν είχα την πεποίθηση ότι είναι ειλικρινής από την κορυφή του κεφαλιού του μέχρι τα νύχια των ποδιών του, δε θα συμμεριζόμουν όσα κάνει. Δε θα ήμουν εδώ".

"Είμαστε φίλοι",
λέει εκείνος.
"Στο μεταξύ, βρήκε τον μπελά της μαζί μου. Αλλιώς ζούσε... πού έμπλεξε η καημένη! Μερικοί τη βλέπουν σαν μπαμπούλα ή κάτι παρόμοιο".
Γελάει.
"Δε μ’ αρέσει να πολυμιλάω γι’ αυτά, είναι του σπιτιού. Τέλος πάντων. Η Άννα είναι άνθρωπος σοβαρός, με συνείδηση. Αυτό τα λέει όλα. Αν ήταν αλλιώς, όσο κούκλα κι αν ήταν, δε θα κρατούσε τόσο η σχέση μας. Αλλά είναι πολύ πιο κοινωνική από μένα. Κι εγώ θα ήμουν... Μικρός, ήμουν πολύ πιο ανοιχτός, αλλά οι μαχαιριές πισώπλατα ξεκίνησαν από νωρίς... Βρε, καλώς τα παιδιά. Περάστε, ελάτε να πείτε μια καλησπέρα".
Τρία χαριτωμένα κοριτσάκια μπαίνουν, χαχανίζοντας ντροπαλά. Η Γεωργιάννα είναι σωστή κουκλίτσα, με καρό μπλε φόρεμα και μακριά, καστανά μαλλιά. Ένα παιδί γελαστό, χαρούμενο.
"Φιλί δεν έχω;"
λέει ο μπαμπάς της.
"Λοιπόν, θα κλείσω τα μάτια μου".
"Ναι, και θα μαντέψεις ποια σε φίλησε", προστάζει η κόρη του.
Τη ρωτάω αν αγαπά τον μπαμπά της, αν είναι καλός. Εκείνη γελάει, ορμάει στην αγκαλιά του και του σκάει ένα ηχηρό φιλί.
"Άντε, άντε, κορίτσια, έχουμε δουλειά",
λέει ο συνομιλητής μου και τη σπρώχνει απαλά.
"Γράφουμε".
"Τι, ορθογραφία;", τον πειράζει η κόρη του.
Οι τρεις φίλες εγκαταλείπουν το δωμάτιο σκασμένες στα γέλια, αφήνοντας να αιωρείται πίσω τους ένα άρωμα παιδικό.


"Συγνώμη για την Άμυνα"

"Εμένα ο Νταλάρας με μπερδεύει. Σε καθετί που του προσάπτω, βρίσκω και κάτι να του αναγνωρίσω. Θυμάται αρκετούς από τους τρόπους που έμαθε παιδί στο πεζοδρόμιο. Αλλά κατόρθωσε, χωρίς τη βοήθεια κανενός, να σταθεί πολύ ψηλότερα απ’ ό,τι του επέτρεπαν η τάξη, η μόρφωση και η οικογενειακή του κατάσταση. Και δεν ξιπάστηκε. Μέτρια τραγούδια είπε από τότε αρκετά. Συνθέτη μέτριο δεν τραγούδησε ποτέ. Στο τραγούδι μπαίνει παντού, ακόμα κι εκεί που δεν του πάει. Αλλά και δοκιμάζεται παντού. Εφησυχασμός δεν ξέρει τι σημαίνει. Φαίνεται πως θέλει σώνει και καλά να είναι πρώτος και μάλιστα με απόσταση από τους άλλους. Αλλά δεν ξέρω αν κόβει δρόμο για να το πετύχει. Σίγουρα είναι ο εργατικότερος. Και από τους πιο μερακλήδες. Ο κόσμος τον αγαπάει για λόγους διαφορετικούς από αυτούς που προτιμά. Μα δεν αλλάζει για να του κάνει το χατίρι. Συχνά κουνάει το δάχτυλο δασκαλίστικα. Όμως καλός μαθητής είναι και ο ίδιος. Οι σημαντικότεροι συνθέτες μας έχουν πει τα χειρότερα γι’ αυτόν. Οι σημαντικότεροι συνθέτες μας έχουν πει και τα καλύτερα. Γι’ αυτό σας λέω, εμένα ο Νταλάρας με μπερδεύει".
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο δημοσιογράφος Φώτης Απέργης χρωματίζει το σκίτσο του Νταλάρα. Οι δυο τους είχαν κάποτε ένα δυσάρεστο επεισόδιο. Έπειτα τα βρήκαν.
Ο Γιώργος Νταλάρας έχει μπερδέψει αρκετό κόσμο. Ο ίδιος παραπονιέται ότι συχνά δεν τον καταλαβαίνουν.

"Σίγουρα κάποιους μπορεί να τους στενοχώρησα, να τους πλήγωσα, δεν το αρνιέμαι. Δεν είμαι άνθρωπος χαμηλών τόνων, καμιά φορά είμαι επιθετικός και αυστηρός με τους συνεργάτες μου. Αλλά τα μισά απ’ όσα ακούς είναι από ανθρώπους που δε με ξέρουν και δεν ενδιαφέρονται να με μάθουν".
Ελαττώματα έχει; Του θυμίζω πως του προσάπτουν έλλειψη χιούμορ.
"Το χιούμορ είναι ένα ιδιαίτερο πράγμα που το μοιράζεσαι μ’ αυτούς που αγαπάς. Με όσους δεν εκτιμάς, τι να το κάνεις; Πεισματάρης; Ναι, είμαι. Κουραστικός; Σαφώς. Α, και πολυλογάς. Άμα αρχίσω, δε σταματώ με τίποτα, τους πρήζω όλους".
Σκέφτεται για λίγο.
"Νομίζω ότι θα έπρεπε να με κρίνουν από τη δουλειά μου. Ας με αφήσουν να είμαι όπως θέλω. Στο κάτω κάτω, θα με παντρευτούν;"
"Ο Γιώργος έχει ένα ελάττωμα πολύ σοβαρό",
μου λέει η Άννα.
"Πρόσεξε, δεν αστειεύομαι καθόλου :δεν έχει μέτρο. Δεν εννοώ ότι κάνει καταχρήσεις, εννοώ αυτά με τα οποία παθιάζεται. Για παράδειγμα, τον περιμένει ο μεγαλύτερος παραγωγός, ο σπουδαιότερος μουσικός για δουλειά. Και του χαλάει μια βίδα από τη μηχανή, την οποία πρέπει να αντικαταστήσει. Ε, του είναι αδύνατο να αξιολογήσει ποιο είναι σημαντικότερο. Θα καταναλώσει ακριβώς τον ίδιο χρόνο και για τα δύο".
Τρελαίνεται για τα ταξίδια. Του αρέσει οτιδήποτε έχει να κάνει με τη φύση -ψάρεμα, κολύμπι, σκαρφάλωμα, φωτογραφία. Και λατρεύει τις συλλογές.

"Η Άννα με κοροϊδεύει, με φωνάζει ρακοσυλλέκτη", με πληροφορεί με στωικό χαμόγελο.
"Μη φύγεις, περίμενε να σου δείξω",
συμπληρώνει και ανεβαίνει βιαστικά τη σκάλα. Εκείνη ανασηκώνει τους ώμους της.
"Δεν αγαπάμε τα ίδια πράγματα πάντα. Αλλά αγαπάμε τους ίδιους ανθρώπους".
Ο Γιώργος επιστρέφει και μου ανοίγει την παλάμη του.

"Να, κοίτα, αυτή είναι μισή δραχμή από τις αποικίες των Αθηνών. Ξέρεις πού τη βρήκα; Στη Σοβιετική Ένωση. Κι αυτό είναι ένα παλιό παράσημο ανδρείας. Ασημένιο".
Το κοιτάζει τρυφερά.
"Σκέψου, το κέρδισε ένας άνθρωπος που έκανε κάτι, σημαντικό ίσως, και κουβαλάει κάτι από την αύρα του. Δεν είναι καταπληκτικό;"